- έλυτρο
- ν τό1) биол надкрылье; 2) анат. оболочка; 3) мор. чехол парусов; 4) садок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
έλυτρο — το (AM ἔλυτρον) περίβλημα, θήκη, περικάλυμμα νεοελλ. 1. πέταλο το οποίο περιβάλλει διάφορα όργανα (τένοντες, μυς, χόνδρους) 2. σκληρή και δερματώδης πτέρυγα μερικών εντόμων που χρησιμεύει ως θήκη για την προφύλαξη τής κατώτερης πτέρυγας 3.… … Dictionary of Greek
νευρείλημα — το (ιστολ.) έλυτρο που περιβάλλει τις νευρικές ίνες, συνήθως πολλές μαζί, και εξασφαλίζει τη θρέψη τους, αλλ. έλυτρο τού Σβαν. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neurilema < νευρ(ο) * + είλημα «κάλυμμα». Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δ.… … Dictionary of Greek
νεφρό — Όργανο που παράγει τα ούρα, με τα οποία αποβάλλεται το περισσευούμενο νερό, τα άλατα και τα άχρηστα προϊόντα του μεταβολισμού· εκτός από τη λειτουργία αυτή απέκκρισης το ν. παράγει ουσίες που συμβάλλουν στη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης και στην… … Dictionary of Greek
γρύλος — I (gryllus).Κοινή ονομασία για διάφορα είδη πηδητικών ορθοπτέρων πτηνών, της οικογένειας των γρυλιδών. Ο γ. ο αγροτικός,διαδεδομένος στη δυτική Ασία, σε όλη την Ευρώπη και στη βόρεια Αφρική, είναι μαύρος, στιλπνός, με σκούρα έλυτρα και σκάβει στο … Dictionary of Greek
Σβαν — ο, Ν φρ. α) «έλυτρο τού Σβαν» ανατ. το σύνολο τών νευρογλοιακών κυττάρων τα οποία περιβάλλουν τις νευρικές αποφυάδες, ιδίως τον νευράξονα, και περιελίσσονται συχνά γύρω τους πολλές φορές, αλλ. νευρείλημα β) «κύτταρα τού Σβαν» ανατ. τα… … Dictionary of Greek
ανέλυτρα — τα (Α ἀνέλυτρα) Ζωολ. ονομασία εντόμων που δεν έχουν έλυτρο (κάλυμμα) στα φτερά τους, όπως π.χ. οι μέλισσες, σε αντίθεση με τα κολεόπτερα … Dictionary of Greek
ελυτραίος — α, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έλυτρο … Dictionary of Greek
ελυτροειδής — ές (AM ἐλυτροειδής, ές) αυτός που μοιάζει με έλυτρο νεοελλ. φρ. 1. «κοινός ελυτροειδής χιτώνας» χιτώνας τού όρχεως ενωμένος με το όσχεο 2. «ίδιος ελυτροειδής χιτώνας» προσεκβολή τού περιτοναίου με δυο πέταλα (περιόρχιο και επιόρχιο) … Dictionary of Greek
ελυτρώδης — ες (Μ ἐλυτρώδης, ες) αυτός που μοιάζει με έλυτρο … Dictionary of Greek
επινεύριο — το το έλυτρο τών νεύρων που αποτελείται από συνδετικό ιστό και ελαστικές ίνες … Dictionary of Greek
ημιέλυτρο — το ζωολ. το πάνω φτερό τών ετερόπτερων εντόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hemielytron < hemi (πρβλ. ημι ) + elytron (πρβλ. έλυτρο)] … Dictionary of Greek